SlideShow

Eye GIF - Scary Dark Eyes GIFs
4

Το οτοστόπ



Θυμήθηκα μια ιστορία που μου είχε συμβεί πριν από αρκετά χρόνια σχεδόν 15 και ακόμη και τώρα ομολογώ ότι τρομοκρατούμε....

Τι ήταν αυτό που αντιμετωπίσαμε εκείνο το βράδυ;  Αν και ολόκληρη γαϊδούρα κοιμήθηκα στο δωμάτιο των γονιών μου από τον φόβο μου εκείνο το βράδυ…

Ήταν Χριστούγεννα, ήμουν 16 -17χρονών και είχα βγει με ένα παλικάρι έξω βόλτα σε ένα νυχτερινό κλαμπ της περιοχής μαζί με παρέα για να διασκεδάσουμε. Μετά από αρκετό χορό, γέλια και ποτό αποφασίσαμε κατά της 03:00 τα ξημερώματα να το διαλύσουμε και να πάμε για ύπνο.

Όλοι επιβιβάστηκαν στα αμάξια τους, καληνυχτιστήκαμε γελώντας και εγώ επιβιβάστηκα στο αμάξι του φίλου μου.  Για την ακρίβεια του μπαμπά του το αμάξι που το είχε δανειστεί για να βγούμε έξω, με την προϋπόθεση να είναι νηφάλιος όταν θα το οδηγούσε πράγμα που και έκανε.

Εγώ είχα πιεί, όχι όμως ότι ήμουν μεθυσμένη.  Θυμάμαι ξεκάθαρα που έκανα μια κλήση στη μάνα μου ότι τώρα ξεκινάμε για να μην ανησυχεί άλλο.

Στο δρόμο λοιπόν κουβεντιάζαμε, γελούσαμε και ακούγαμε μουσική.  Βλέπουμε στην άκρη του δρόμου έναν γέρο να μας κάνει νόημα να σταματήσουμε, μας έκανε οτοστόπ.

Ξαφνιαστήκαμε και σκεφτήκαμε μήπως έγινε κανένα ατύχημα πιο κάτω. Βλέπαμε έναν ηλικιωμένο τέτοια ώρα, μες στο ψοφόκρυο, Χριστουγεννιάτικα!

Ο φίλος μου σταμάτησε κοντά στον παππού, άνοιξε λίγο το παράθυρό του και ρώτησε: «Τι έγινε ρε θείο, όλα καλά; Έπαθες τίποτα;»

«Να θέλω να με πάρεις μαζί να με πας πιο κάτω», απάντησε ο γέρος.

Τότε κοίταξε μέσα στο αμάξι βλέπει εμένα και ξαναλέει: «ααα, είσαστε δύο...μια χαρά!» για να του απαντήσει ο φίλος μου: « γιατί ρε παππού; Φοβάσαι; Πού θες να σε πάω; Όταν λες πιο κάτω τι εννοείς; Πού πιο κάτω;»

Εκείνος χαμογέλασε και ξαναρώτησε: «να μπω;»

«Ε μπες ρε παππού, έτσι θα σε αφήσουμε ξημερώματα στις ερημιές;» του απάντησε και πάλι ο φίλος μου. 

Ανοίγει λοιπόν την πίσω πόρτα και πάει να μπει ο παππούς.  Κάθετε και καθώς πάει να κλείσει την πόρτα, αμέσως σε κλάσματα δευτερολέπτου, αρχίζει να φωνάζει: «καίγομαι»!!!!!

Πετάγετε έξω από το αμάξι και μας λέει νευριασμένα, καθώς απομακρύνονταν σχεδόν τρέχοντας: «Α ρε π……στη, τι θα σας έκανα απόψε!!! αλλά βάλατε αυτά τα πράγματα στο κάθισμα και με κάψατε!!!!!! Και αυτοί οι τρεις εκεί σας προσέχουν!!!!»
Εμείς μείναμε κόκκαλο, δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι έγινε, τι μας είπε....

Όταν φτάσαμε σπίτι μου και βγήκα γρήγορα από το αμάξι.  Είχα ξαναπάρει τη μάνα μου τηλέφωνο και της είχα ζητήσει να κατέβει στην εξώπορτα με το φως ανοιχτό και να με περιμένει.

Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο ο φίλος συγκλονισμένος για να μου πει περισσότερα για το χθεσινό περιστατικό: 

«Μωρό μου χθες το πρωί ο πατέρας μου πήγε με το αμάξι τη μάνα μου, την αδερφή μου και τη θεία μου στην εκκλησία.  Η θεία μου είχε ξεχάσει στο πίσω κάθισμα του αμαξιού τα αντίδωρα μέσα σε ένα χαρτομάντιλο τυλιγμένα και κάτι χάρτινες εικόνες με αγίους που πήρε από το παππά! Τα βρήκα στο αμάξι σήμερα...»

Τώρα για πέστε μου ρε παιδιά τι ήταν αυτό το πράγμα που συναντήσαμε, τι θα μας έκανε;  Και για όσους δεν πιστεύουν στα Θεία....Τον κακό τους τον καιρό!!!!


Our Horror Stories:  Ευχαριστούμε τη φίλη μας Βάλια για την ιστορία που μας έστειλε.

Διαβάστε επίσης:




Το Our Horror Stories φιλοξενεί τις δικές σας παράξενες, περίεργες, ανεξήγητες, τρομακτικές ιστορίες! Στείλε τώρα τη δική σου εμπειρία ή αυτή που άκουσες στο ourhorrorstory@gmail.com για να την δημοσιεύσουμε.

4

LOT 254



Τι μπορεί να κρύβει μια παλιά βιντεοκάμερα; Ένας συλλέκτης διορθώνει μια παλιά κάμερα. Την "φέρνει ξανά στη ζωή" χωρίς να γνωρίζει τι άλλο φέρνει ξανά πίσω στο κόσμο μας. Ίσως είναι σε κίνδυνο πλέον. Ίσως κινδυνεύουμε όλοι μας. Παρακολουθήστε το βίντεο βράδυ, με σβηστά τα φώτα και τέρμα την ένταση. Καλή σας διασκέδαση!!!

4

Ποιοι μας φωνάζουν;



Hello again!

Με αφορμή δυο ιστορίες που διάβασα, αυτή με τίτλο ''φωνές'' και η άλλη στο νεκροταφείο με τα δυο παιδιά, τον Νίκο και τον Γιώργο, να σας πω και εγώ τι ξέρω γι αυτές τις φωνές....

Όπως σας είχα αναφέρει και σε μια άλλη ιστορία που σας έστειλα, τα καλοκαίρια που ήμουν μικρή περνούσα αρκετές ώρες με την αγαπημένη μου γιαγιά την Κούλα, κοτσονάτη γυναίκα, περήφανος άνθρωπος, εγωίστρια, ετοιμόλογη και ατρόμητη.  Μας χώριζε μια αυλή, οπότε μόλις ξυπνούσα τσουπ στη γιαγιά.  Με κερνούσε λιχουδιές, καθαρίζαμε χόρτα, λέγαμε ιστορίες...

Ένα πρωί καθαρίζαμε το σαλόνι της.  Μου έδωσε και εμένα ένα ξεσκονόπανο και καθάριζα αυτά που έφτανα, το σερβάν με τα καλά ποτήρια και τα ποτά.  Καθώς καθάριζα κουνιόμουν, χόρευα και τραγουδούσα ένα τραγούδι του Μπίγαλη τη μελισσούλα (ήταν number1 hit τότε! οι ''αντίκες'' σαν κ μένα θα την θυμούνται! αχ μελισσούλα μελισσάκι...κτλ)

Έρχεται τότε η γιαγιά μου που λέτε κ μου λέει σσσσουτ! Δεν θα τραγουδάς δυνατά! Δεν κάνει! Οι γυναίκες δεν τραγουδάνε δυνατά! Αν σ΄αρέσει κάποιο τραγούδι από μέσα σου θα το λες να έτσ θα κανς (χρησιμοποιώ την διάλεκτό της εδώ) μμμμμμμμ (δηλαδή να μουρμουράω τον σκοπό μέσα από το στόμα μου χωρίς να λέω τα λόγια, χαμηλόφωνα).

Και της λέω εγώ, «Γιατί ρε γιαγιά; Τι πειράζει; Για να μου απαντήσει: «γιατί όταν μια νέα κοπέλα παντρεύετε και είναι νοικοκυρά στο σπίτι της όταν κάνει δουλειές την παρακολουθούν οι νεράιδες! και για να δουν αν είναι σοβαρή και από τζάκι της κάνουν διάφορα....»

«Τι διάφορα ρε γιαγιά;» ξαναρωτάω εγώ.

«Την φωνάζουν με το όνομά της και αν κάνει το λάθος και απαντήσει αλίμονό της! Αν πάλι είναι μέρα και ακούσει να την φωνάζουν η νοικοκυρά πρέπει να απαντάει όμορφα ευγενικά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να σε φωνάξει».

«Τι  λες ρε γιαγιά τώρα; Τι  πρέπει να κάνει δηλαδή;»

«Αν την φωνάξουν βράδυ δεν κουνιέται από τη θέση της να πάει να ψάξει ποιος είναι! Τα καλά κορίτσια δεν έχουν καμιά δουλειά να τριγυρνάν μέσα στα σκοτάδια να ψάχνουν! Μόνο οι τσοπάνισσες, οι αγράμματες πάνε και κοιτάνε! Άμα πάλι είναι μέρα και ακούσεις να σε φωνάζουν απαντάς ''Ορίστε''! και τότε οι νεράιδες καταλαβαίνουν ότι το κορίτσι είναι ''αρχόντισσα'' από τζάκι και δεν την πειράζουν. Αν πάλι πει απλώς ''ναι;'' τότε και αυτές της απαντάνε ''νέκρα και κασίδα γαϊδάρα!!'' και αυτή ''μουγγαίνεται'' (μένει μουγκή δηλαδή)! Κατάλαβες;»

«Ναι γιαγιά», της απάντησα εγώ....

 Τώρα πια  ξέρω αν μου συμβεί τι να κάνω.  Ευτυχώς δεν μου έχει συμβεί.... μπορεί απλά να είναι αστικός μύθος, αλλά και αυτοί όπως και τα ανέκδοτα ας πούμε έχουν κάποια βάση. Άλλος τις λέει νεράιδες, άλλος δαιμόνια (αν και στο χωριό μου για δαιμόνια τις έχουν τις νεράιδες, όμορφες μεν, αλλά πάνκακες), άλλος τις λέει καλικαντζάρους .....κτλ  

Έχετέ το στην άκρη του μυαλού σας, ποτέ δεν ξέρεις!

Our Horror Stories: Ευχαριστούμε την φίλη μας Βάλια για την ιστορία που μας έστειλε.



1

Η καταρα της τσιγγάνας



Γεια σας και πάλι!

Έχω να σας διηγηθώ μια ακόμα ιστορία που μου συνέβη με αφορμή την ιστορία με το τσιγγανάκι που διάβασα.

Ιούλιος του 2013, ταξιδεύαμε όλο το βράδυ οδικώς με τον άντρα μου και τα δυο μας παιδιά ηλικίας 2 ετών και 3 μηνών τότε, για να πάμε στο νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία, στην Αθήνα. Κομμάτια από την κούραση και οι δύο μας, είχαμε ραντεβού με την γιατρό μας κατά τις 10 με 10:30 (η κόρη μου έχει ένα πρόβλημα υγείας και παρακολουθείτε ανά 6μηνο στο νοσοκομείο Παίδων)

Ταΐζουμε τα παιδιά τα αλλάζουμε, πίνουμε καφεδάκι και πάμε στην παιδική χαρά του νοσοκομείου να περάσει η ώρα. Ήρθε η γιατρός λίγο καθυστερημένα, βλέπει την μικρή και για να μην πολυλογώ τελειώσαμε από το νοσοκομείο κοντά στις 13:00 το μεσημέρι. Αφού όλα ήταν οκ με την μικρή και δεν χρειαζόταν περεταίρω εξετάσεις ,μου λέει ο άντρας μου, ας μην μείνουμε Αθήνα πάμε να φύγουμε να επιστρέψουμε σπίτι.

Συμφώνησα, πιάνω την μικρή από το χεράκι και ο άντρας μου παίρνει το καρότσι με τον μπέμπη και προχωράει μπροστά. Έξω από το νοσοκομείο ήταν κάτι γύφτισσες, με πλησιάζει μία και μου λέει: «Εσύ κορίτσι μαγεία σε έχουν κάνει!».   Εγώ της λέω χαμογελώντας: «Και πως το κατάλαβες αυτό;»   για να μου απαντήσει: «Έλα να σε δείξω!» και παίρνει ένα χαρτομάντιλο το σκίζει σε κομμάτια το κρύβει στη χούφτα της και όταν το άνοιξε ήταν ολόκληρο.   
Της λέω εγώ με ευγενικό τρόπο: «Κοίτα ωραίο το κόλπο που μου έκανες να είσαι καλά αλλά βλέπεις έχω το παιδί στα χέρια, από το νοσοκομείο βγαίνουμε ζέστη κάνει άσε με να χαρείς!»  και κάνω να φύγω. 

Αυτή επιμένει μου λέει ένας Γιάννης από την οικογένεια σου έκανε μάγια, δεν έχω Γιάννη της λέω εγώ και περπατάω ,η πεθερά σου μου λέει, δεν έχω πεθερά της απαντάω πέθανε…

Τέλος πάντων, πάω πιο γρήγορα να φτάσω τον άντρα μου τον είχε πλευρίσει και εκείνον μια τσιγγάνα κατάμαυρη γαλανομάτα και του έλεγε τα ίδια. Έκαναν και ένα κόλπο με ένα τσιγάρο που το έκλειναν στη χούφτα τους και γινόταν κάρβουνο, ότι τάχα αυτό σήμαινε μαγεία.

Τις αγνοήσαμε και μπήκαμε στο αμάξι να φύγουμε.  Η γαλανομάτα, μας κοίταξε με κακία, έφτυσε και κάτι είπε ακαταλαβίστικα και έφυγε αφού δεν πήρε λεφτά. 

Μόλις κάθισα στο αμάξι,  στη θέση του συνοδηγού ο μπέμπης άρχισε να κλαίει σαν να πονάει! Κλάμα γοερό! Πετάγομαι έξω από το αμάξι να πάρω αγκαλιά το μωρό για να ελέγξω και το πορτ μπεμπέ,  μην ήταν καμιά σφήκα μέσα και το τσίμπησε!
Το παιδί αρχίζει να μελανιάζει από το κλάμα και εγώ σκοτοδίνη! Κάθισα στη θέση του συνοδηγού και με το ζόρι κρατούσα το παιδί στα χέρια μου! Λέω στον άντρα μου πάρε το παιδί θα μου πέσει δεν βλέπω τίποτα! Ζαλίζομαι!

Ο άντρας μου παίρνει το παιδί αγκαλιά, ανοίγει και το πορτάκι του συνοδηγού και παίρνει από μέσα ένα μπουκαλάκι αγιασμό που μας είχε βάλει η μάνα μου πριν φύγουμε.
Ρίχνει λίγο στο παιδί και αυτό σταματάει να κλαίει! Ρίχνει και στο δικό μου το κεφάλι σταγονίτσες και ένοιωσα σαν να με χτύπησε με το μπουκάλι και μάλιστα γύρισα θυμωμένη και του είπα:  «τι κάνεις ρε χαζός είσαι; Τι με χτυπάς;» 

Ο άντρας μου απάντησε: « αγιασμό σου έριξα δεν σε ακούμπησα καθόλου!» 

Περιττό να σας πω ότι ξεθόλωσα, παρόλο που ήμουν σίγουρη ότι με χτύπησε με το μπουκάλι! Αφού συνήλθαμε οικογενειακώς ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού.  Στο δρόμο μιλούσαμε με τον άντρα μου για το τι μας συνέβη και το συμπέρασμα που βγάλαμε ήταν ότι οι μόνοι απροστάτευτοι ήμασταν εγώ και ο μπέμπης!
Ο άντρας μου φορούσε τον βαφτιστικό του σταυρό μέσα από την μπλούζα και η κόρη μου μια αλυσιδίτσα λευκόχρυση, που είχε πάνω και σταυρό. 

Ο μπέμπης ήταν αβάφτιστος ακόμα άρα μηδέν προστασία και εγώ εκείνη την ημέρα για καθαρά λόγους ομορφιάς είχα βγάλει το σταυρουδάκι μου γιατί δεν ταίριαζε με την μπλούζα (τι ανόητη!!!!) και είχα φορέσει στο λαιμό μου κάτι άσχετο μπιζού! Και μετά γυρνάνε και σου λένε κάποιοι ότι όλα αυτά περί θρησκείας και σταυροί και αγιασμός είναι ψέματα! Τον κακό σας τον καιρό έχω να σας πω!!!!

Our Horror Stories: Ευχαριστούμε την φίλη μας Βάλια για την ιστορία που μας έστειλε.



3

Νυχτερινή Βάρδια



Κάτι πήγε στραβά. Ο αστυνόμος ψάχνει για τον συνάδελφό του, με τον οποίο το κέντρο έχει χάσει επαφή. Βρίσκει το περιπολικό εγκαταλειμμένο δίπλα σε ένα φράχτη. Άδειο. Κάτι δε πάει καλά. Και τότε βλέπει τον συνάδελφό του από την άλλη μεριά του φράχτη, Τραυματισμένο να του φωνάζει να περάσει κι αυτός τον φράχτη. Κάτι κακό έχει συμβεί. Αλλά δε μπορεί να φανταστεί πόσο κακό...


1

Ποιος ήταν στην κουζίνα;



Πριν λίγες μέρες καθόμουν στο σαλόνι και χάζευα στην τηλεόραση. Ο πατέρας μου με τον αδερφό μου είχαν βγει για περπάτημα.

Καθώς καθόμουν στο καναπέ άκουσα ένα θόρυβο από την κουζίνα. Ένα θόρυβο σα να ακουμπάς δύο πιάτα μεταξύ τους.

Χαμήλωσα τον ήχο της τηλεόρασης και κάθισα λίγο καλύτερα στον καναπέ περιμένοντας μήπως ακούσω ξανά τον ήχο.

Τότε άκουσα τη βρύση να ανοίγει και να τρέχει νερό. Και αμέσως μετά να κλείνει. 

Φοβήθηκα. Ήμουν μόνη στο σπίτι. Ποιος έπαιζε με τα πιάτα και τη βρύση στη κουζίνα.

Σηκώθηκα από το καναπέ και άρχισα να πηγαίνω σιγά, διστακτικά προς τη κουζίνα. Άναψα όλα τα φώτα στο σαλόνι, όλα τα φώτα στο διάδρομο και είχα φτάσει σχεδόν δίπλα στη πόρτα της κουζίνας, όταν άκουσα ένα θόρυβο σαν να τακτοποιείς πολλά μαχαιροπίρουνα,

Η καρδιά μου πήγε να σπάσει... Βρήκα όσο θάρρος μου είχε απομείνει, άναψα το φως της κουζίνας και μπήκα μέσα.

Έκπληκτη είδα τη μητέρα μου να τακτοποιεί τα αντικείμενα στη κουζίνα.

Η μητέρα μου πέθανε πριν ένα χρόνο...


Our Horror Stories: Ευχαριστούμε την φίλη μας Κάτια για την ιστορία που μας έστειλε.

Διαβάστε επίσης: